- κλωπηδίς
- κλωπηδίς (Α)επίρρ. με κλοπιμαίο τρόπο, κλοπιμαία.[ΕΤΥΜΟΛ. < κλώψ, -ωπός + κατάλ. -η-δίς (το -η- από αναλογία προς τα αιφνη-δίς, λαθρη-δίς). Η επιρρμ. κατάλ. -δίς είναι δηλωτική τού τρόπου].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.